- επιτηδεύω
- (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος]νεοελλ.1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία2. μέσ. επιτηδεύομαιασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτιμσν.1. επινοώ, μηχανεύομαι2. παθ. κατορθώνω3. προσποιούμαι, υποκρίνομαιαρχ.1. ασκώ κάποιο επάγγελμα («εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι», Ηρόδ.)2. (με απρμφ.) επιμελούμαι, φροντίζω, περιποιούμαι, συνηθίζω να κάνω κάτι («ἐς τὸν τὰς μὲν νύκτας, ἐπιτηδεύοντας τιθέναι τά κρέα», Ηρόδ.)3. παθ. α) γίνομαι, διαπράττομαι («ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ τούτῳ... ἐπιτετήδευται», Λυσ.)β) (για σκύλο) εξασκούμαι από κάποιον σε κάτι («κύνας εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ κατά πόδας αἱρεῑν», Ξεν.)4. (απόλ. σε μτχ. αορ.), ἐπιτηδεύσαςαντί τού επίτηδες («ἐκείμην αὐτοῡ πλησίον ἐπιτηδεύσας», Ηλιόδ.)6. φρ. «οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες» — χωρίς καμιά προμελέτη έκ μέρους μας.
Dictionary of Greek. 2013.